- θριαμβικός
- -ή, -όθριαμβευτικός: Θριαμβική αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θριαμβικός — triumphal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβικός, ή, όν, θηλ. και θριαμβίς) [θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα») 2. μεγαλοπρεπής αρχ. (για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο. επίρρ... θριαμβικώς και ά (ΑΜ… … Dictionary of Greek
θριαμβικῶν — θριαμβικός triumphal fem gen pl θριαμβικός triumphal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικαῖς — θριαμβικός triumphal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικοῦ — θριαμβικός triumphal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῆς — θριαμβικός triumphal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῇ — θριαμβικός triumphal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβική — θριαμβικός triumphal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικήν — θριαμβικός triumphal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῶς — θριαμβικός triumphal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)